bn:00061370n
Noun Concept
Categories: Χερσόνησοι
EL
χερσόνησος  ακρωτήριο  χερσονησίδα
EL
Επίμηκες τμήμα γης που εισχωρεί μέσα στη θάλασσα και συνδέεται με την υπόλοιπη ξηρά από την μία μόνο πλευρά του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Επίμηκες τμήμα γης που εισχωρεί μέσα στη θάλασσα και συνδέεται με την υπόλοιπη ξηρά από την μία μόνο πλευρά του Greek Open Multilingual WordNet
Χερσόνησος λέγεται ένα τμήμα ξηράς, μικρής ή μεγάλης έκτασης, που εισχωρεί μέσα στη θάλασσα με συνέπεια να βρέχεται απ΄ αυτή από τρεις πλευρές. Wikipedia
γεωγραφικός όρος Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations