bn:00061520n
Noun Concept
EL
περκοειδή  percoid  percoid ψάρια  percoidean
EL
Καθένα από τα ψάρια που φέρουν σκληρά πτερύγια της τάξης των περκόμορφων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Καθένα από τα ψάρια που φέρουν σκληρά πτερύγια της τάξης των περκόμορφων Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations