bn:00061541n
Noun Concept
EL
πολυετές φυτό  αιωνόβιο φυτό  πολυετές  πολυετή  πολυετή αγρωστώδη
EL
Φυτό που ζει πολλά χρόνια Greek Open Multilingual WordNet
English:
plant
Definitions
Relations
Sources