bn:00061605n
Noun Concept
EL
διάρκεια  χρονική διάρκεια  περίοδο  χρονικό διάστημα
EL
Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο γίνεται, συμβαίνει, υπάρχει, ισχύει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources