bn:00061681n
Noun Concept
EL
υπεροξείδιο  υπεροξείδια  υπεροξυ
EL
Παχύρρευστο υγρό με δυνατές οξειδωτικές ιδιότητες, δυνατό απολυμαντικό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources