bn:00061693n
Noun Concept
EL
σύγχυση  μπέρδεμα  περιπλοκή  αμηχανία
EL
Το μπέρδεμα, η παρεμβολή στοιχείων, ώστε να εμποδίζεται το τελικό αποτέλεσμα, το μπλέξιμο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το μπέρδεμα, η παρεμβολή στοιχείων, ώστε να εμποδίζεται το τελικό αποτέλεσμα, το μπλέξιμο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations