bn:00061746n
Noun Concept
EL
άποψη  βλέμμα  ματιά  θέση  προοπτική
EL
Τρόπος εκτίμησης καταστάσεων κ.τ.λ., η άποψη με την οποία βλέπει κανείς τα πράγματα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Τρόπος εκτίμησης καταστάσεων κ.τ.λ., η άποψη με την οποία βλέπει κανείς τα πράγματα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations