bn:00062032n
Noun Concept
Categories: Γλωσσολογία
EL
φώνημα  φωνήμα  archiphoneme  φωνήματα  φωνολογική
EL
(γλωσσολογία) η στοιχειώδης φωνητική μονάδα μιας γλώσσας που έχει διακριτική λειτουργία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(γλωσσολογία) η στοιχειώδης φωνητική μονάδα μιας γλώσσας που έχει διακριτική λειτουργία Greek Open Multilingual WordNet
Τα φωνήματα αποτελούν τα ελάχιστα στοιχεία/μονάδες μίας γλώσσας, που παρέχουν διακριτική/διαφοροποιητική λειτουργία στο φωνητικό επίπεδο, για το νόημα του γλωσσικού ήχου. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations