bn:00062039n
Noun Concept
Categories: Φωνητική
EL
φωνητική  φωνητικά  φωνολόγος
EL
Η επιστήμη που μελετά τους ήχους μιας γλώσσας από φυσική, υλική πλευρά, δηλαδή ως φυσικά, εμπειρικά γεγονότα. Εξετάζει την αρθρωτική και ακουστική τους ποιότητα, καθώς και τη διαδικασία αντιλήψεώς τους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η επιστήμη που μελετά τους ήχους μιας γλώσσας από φυσική, υλική πλευρά, δηλαδή ως φυσικά, εμπειρικά γεγονότα. Εξετάζει την αρθρωτική και ακουστική τους ποιότητα, καθώς και τη διαδικασία αντιλήψεώς τους Greek Open Multilingual WordNet
Ως Φωνητική ορίζεται η επιστημονική μελέτη των γλωσσικών ήχων και της ανθρώπινης ομιλίας και επικοινωνίας. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
WordNet Translations