bn:00062293n
Noun Concept
EL
πίτα  πίτες
EL
Σύνθετο παρασκεύασμα (μαγειρικό ή ζαχαροπλαστικό) με ζυμωτά φύλλα, λ .χ. σφολιάτας, που ψήνεται στον φούρνο και η γέμιση του οποίου βασίζεται σε διάφορα μείγματα, κυρίως με κρέας ή χορταρικά (αν πρόκειται για φαγητό) ή με ζάχαρη και άλλα υλικά (όταν πρόκειται για γλυκό) (π.χ. τυρόπιτα, κρεατόπιτα, κοτόπιτα, σπανακόπιτα, μηλόπιτα) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Σύνθετο παρασκεύασμα (μαγειρικό ή ζαχαροπλαστικό) με ζυμωτά φύλλα, λ .χ. σφολιάτας, που ψήνεται στον φούρνο και η γέμιση του οποίου βασίζεται σε διάφορα μείγματα, κυρίως με κρέας ή χορταρικά (αν πρόκειται για φαγητό) ή με ζάχαρη και άλλα υλικά (όταν πρόκειται για γλυκό) (π.χ. τυρόπιτα, κρεατόπιτα, κοτόπιτα, σπανακόπιτα, μηλόπιτα) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Translations