bn:00062445n
Noun Concept
EL
καρφίτσα
EL
Γυναικείο κόσμημα που στην πίσω πλευρά του έχει ένα είδος κλειστής καρφίτσας για να το στερεώνει και φοριέται συνήθως στο πέτο των ρούχων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Γυναικείο κόσμημα που στην πίσω πλευρά του έχει ένα είδος κλειστής καρφίτσας για να το στερεώνει και φοριέται συνήθως στο πέτο των ρούχων Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet