bn:00062448n
Noun Concept
EL
καρφί  καρφίτσα
EL
Λεπτό μεταλλικό και σπάνια ξύλινο στέλεχος με αιχμηρή τη μία άκρη του και πεπλατυσμένη την άλλη, που το χρησιμοποιούν για να στερεώσουν, να συνδέσουν ή να κρεμάσουν κάτι Greek Open Multilingual WordNet
English:
device
Definitions
Relations
Sources
EL
Λεπτό μεταλλικό και σπάνια ξύλινο στέλεχος με αιχμηρή τη μία άκρη του και πεπλατυσμένη την άλλη, που το χρησιμοποιούν για να στερεώσουν, να συνδέσουν ή να κρεμάσουν κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations