bn:00062658n
Noun Concept
EL
δίκρανο  δικράνι  διχάλα
EL
Διχαλωτό εργαλείο που χρησιμοποιείται σε διάφορες γεωργικές εργασίες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Διχαλωτό εργαλείο που χρησιμοποιείται σε διάφορες γεωργικές εργασίες Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations