bn:00062706n
Noun Concept
EL
θέση  κάθισμα
EL
Χώρος που κρατείται για να καθίσει κάποιος (στο θέατρο, στο αεροπλάνο κ.λπ.) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Χώρος που κρατείται για να καθίσει κάποιος (στο θέατρο, στο αεροπλάνο κ.λπ.) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations