bn:00062856n
Noun Concept
Categories: Διηλεκτρικά, Συνθετικά υλικά, Πλαστικά
EL
πλαστικό  πλαστικά  Plasticos
EL
Κάθε υλικό από μία ευρεία ομάδα οργανικών συνθετικών ή φυσικών υλικών, η σύσταση των οποίων βασίζεται σε πολυμερή ουσία, τα οποία μορφοποιούνται παίρνοντας οποιοδήποτε σχήμα, όσο είναι μαλακά, με ειδική θερμική κατεργασία και άσκηση πιέσεως πριν στερεοποιηθούν Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε υλικό από μία ευρεία ομάδα οργανικών συνθετικών ή φυσικών υλικών, η σύσταση των οποίων βασίζεται σε πολυμερή ουσία, τα οποία μορφοποιούνται παίρνοντας οποιοδήποτε σχήμα, όσο είναι μαλακά, με ειδική θερμική κατεργασία και άσκηση πιέσεως πριν στερεοποιηθούν Greek Open Multilingual WordNet
Ο όρος πλαστικό είναι κοινή ονομασία που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ευρεία ποικιλία συνθετικών ή ημισυνθετικών οργανικών στερεών υλικών. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
Wikipedia Translations