bn:00062865n
Noun Concept
EL
βιομηχανία πλαστικών υλών  βιομηχανία πλαστικών
EL
Βιομηχανία που κατασκευάζει και παράγει πλαστικές ύλες, αντικείμενα, είδη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Βιομηχανία που κατασκευάζει και παράγει πλαστικές ύλες, αντικείμενα, είδη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations