bn:00063155n
Noun Concept
EL
τσέπη  βαλάντιο  θυλάκιο  θύλακας
EL
Σχισμή (άνοιγμα) στην εσωτερική την εξωτερική πλευρά ενδύματος ή πρόσθετο κομμάτι υφάσματος ραμμένο πάνω σε ρούχο, που σχηματίζει θήκη στην οποία μπορεί κανείς να βάζει και να μεταφέρει μικροαντικείμενα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Σχισμή (άνοιγμα) στην εσωτερική την εξωτερική πλευρά ενδύματος ή πρόσθετο κομμάτι υφάσματος ραμμένο πάνω σε ρούχο, που σχηματίζει θήκη στην οποία μπορεί κανείς να βάζει και να μεταφέρει μικροαντικείμενα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations