bn:00063376n
Noun Concept
EL
αντίχειρας  αντίχειρα  αντίχειρες  κοντράρουμε αντίχειρα
EL
(ανατομία) το πρώτο (από την πλευρά της κερκίδας) και παχύτερο δάχτυλο του χεριού, που αποτελείται από δύο μόνο φάλαγγες· το μεγάλο δάχτυλο, ο μέγας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(ανατομία) το πρώτο (από την πλευρά της κερκίδας) και παχύτερο δάχτυλο του χεριού, που αποτελείται από δύο μόνο φάλαγγες· το μεγάλο δάχτυλο, ο μέγας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations