bn:00063434n
Noun Concept
Categories: Υδρογονάνθρακες, Είδη χημικών αντιδράσεων
EL
πολυμερισμός  Αλυσωτός πολυμερισμός  Σταδιακός πολυμερισμός  πολυμερισμού
EL
Στην οργανική Χημεία, ο όρος πολυμερισμός αποτελεί συνοπτική ονομασία των χημικών αντιδράσεων που δημιουργούν πολυμερείς ενώσεις, δηλαδή ενώσεις με μακρομόρια, που έχουν ως επακόλουθο χαρακτηριστικό το μεγάλο μοριακό βάρος τους. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Στην οργανική Χημεία, ο όρος πολυμερισμός αποτελεί συνοπτική ονομασία των χημικών αντιδράσεων που δημιουργούν πολυμερείς ενώσεις, δηλαδή ενώσεις με μακρομόρια, που έχουν ως επακόλουθο χαρακτηριστικό το μεγάλο μοριακό βάρος τους. Wikipedia
Η συνένωση μικρών μορίων που ονομάζονται μονομερή, προς σχηματισμό ενός μεγαλύτερου μορίου, που ονομάζεται πολυμερές Wikidata