bn:00063566n
Noun Concept
Categories: Σνακ
EL
ποπ κορν  ποπκόρν
EL
Φαγώσιμο από σπόρους μιας ποικιλίας καλαμποκιού, που, όταν ψηθούν, σκάζουν, φουσκώνουν και αποκτούν λευκό χρώμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Φαγώσιμο από σπόρους μιας ποικιλίας καλαμποκιού, που, όταν ψηθούν, σκάζουν, φουσκώνουν και αποκτούν λευκό χρώμα Greek Open Multilingual WordNet
Το Ποπ κορν είναι καλαμπόκι το οποίο έχει φουσκώσει αφού έχει θερμανθεί. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections