bn:00063927n
Noun Concept
EL
πούδρα  σκόνη  φαρμακευτική σκόνη
EL
(γενικά) φαρμακευτικό ή άλλο καλλυντικό παρασκεύασμα το οποίο, αφού συμπιεστεί ή τριφτεί, μεταβάλλεται σε μικροσκοπικά μόρια ύλης, σε σκόνη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(γενικά) φαρμακευτικό ή άλλο καλλυντικό παρασκεύασμα το οποίο, αφού συμπιεστεί ή τριφτεί, μεταβάλλεται σε μικροσκοπικά μόρια ύλης, σε σκόνη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet