bn:00064171n
Noun Concept
EL
προπληρωμή  προκαταβολή
EL
Η προκαταβολή της αξίας ενός πράγματος πριν από την παραλαβή του ή του μισθού πριν από την παροχή της αντίστοιχης υπηρεσίας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η προκαταβολή της αξίας ενός πράγματος πριν από την παραλαβή του ή του μισθού πριν από την παροχή της αντίστοιχης υπηρεσίας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations