bn:00064243n
Noun Concept
EL
προεδρεύων  προεδρεύων αξιωματικός
EL
Το πρόσωπο που ηγείται σε μια συνεδρίαση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το πρόσωπο που ηγείται σε μια συνεδρίαση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet