bn:00064468n
Noun Concept
Categories: Φυλακές, Σωφρονισμός
EL
φυλακή  δεσμωτήριο  μπουντρούμι  φυλακές  κατάστημα κράτησης
EL
Ίδρυμα τιμωρίας όπου άτομα κρατούνται μέχρι να δικαστούν ή για να εκτίσουν την ποινή τους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ίδρυμα τιμωρίας όπου άτομα κρατούνται μέχρι να δικαστούν ή για να εκτίσουν την ποινή τους Greek Open Multilingual WordNet
Η φυλακή ή σωφρονιστικό κατάστημα ή κατάστημα κράτησης είναι μια εγκατάσταση στην οποία οι τρόφιμοι κρατούνται παρά τη θέλησή τους και χάνουν πολλές από τις ελευθερίες τους υπό την επίβλεψη του κράτους ως μια μορφή ποινής. Wikipedia
Χώρος μέσα στον οποίο βρίσκονται πρόσωπα με περιορισμένη ατομική ελευθερία. OmegaWiki