bn:00064472n
Noun Concept
EL
περίοδος φυλάκισης  ποινή φυλάκισης
EL
Το χρονικό διάστημα που βρίσκεται κάποιος στη φυλακή, εκτίοντας ποινή φυλάκισης Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το χρονικό διάστημα που βρίσκεται κάποιος στη φυλακή, εκτίοντας ποινή φυλάκισης Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations