bn:00064487n
Noun Concept
Categories: Καλλωπιστικά φυτά, Ελαιοειδή, Δέντρα, Θάμνοι, Δηλητηριώδη φυτά
EL
λιγούστρο  ligustrum  Αγριομυρτιά  Νεροβεργιά  privet
EL
Το λιγούστρο ή λιγκούστρο είναι γένος αειθαλών ή φυλλοβόλων θάμνων, οι οποίοι μπορεί να γίνουν δέντρα μικρού ή μεσαίου μεγέθους. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Το λιγούστρο ή λιγκούστρο είναι γένος αειθαλών ή φυλλοβόλων θάμνων, οι οποίοι μπορεί να γίνουν δέντρα μικρού ή μεσαίου μεγέθους. Wikipedia
BabelNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations
EL