bn:00064598n
Noun Concept
EL
παραγωγικότητα  παραγωγικότητας
EL
Η ικανότητα ή ιδιότητα κάποιου να παράγει, να αποδίδει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ικανότητα ή ιδιότητα κάποιου να παράγει, να αποδίδει Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet