bn:00064669n
Noun Concept
EL
προεξοχή
EL
Το τμήμα μιας επιφάνειας, μιας γραμμής, ενός αντικειμένου που εξέχει προς τα μπρος και γενικότερα που ξεπερνάει, που εκτείνεται πέρα από την (πραγματική ή νοητή) γραμμή ή επιφάνεια που ορίζει το περίγραμμά του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το τμήμα μιας επιφάνειας, μιας γραμμής, ενός αντικειμένου που εξέχει προς τα μπρος και γενικότερα που ξεπερνάει, που εκτείνεται πέρα από την (πραγματική ή νοητή) γραμμή ή επιφάνεια που ορίζει το περίγραμμά του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet