bn:00065079n
Noun Concept
EL
εφηβεία  εφηβική ηλικία  ήβη  εφηβικά
EL
Περίοδος της ζωής του ανθρώπου, που αποτελεί μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην παιδική ηλικία και στην ωριμότητα και που αρχίζει με την εμφάνιση της ήβης και τελειώνει με την πλήρη σωματική και ψυχολογική ωρίμανση του ατόμου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Περίοδος της ζωής του ανθρώπου, που αποτελεί μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην παιδική ηλικία και στην ωριμότητα και που αρχίζει με την εμφάνιση της ήβης και τελειώνει με την πλήρη σωματική και ψυχολογική ωρίμανση του ατόμου Greek Open Multilingual WordNet
μετάβαση από ένα σεξουαλικά ανώριμο παιδί σε έναν σεξουαλικά ώριμο ενήλικα Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations