bn:00065223n
Noun Concept
EL
διακοπή κατά διαστήματα
EL
Αυτό που προκαλεί επαναλαμβανόμενες και τακτικές διακοπές ή διαχωρισμούς Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτό που προκαλεί επαναλαμβανόμενες και τακτικές διακοπές ή διαχωρισμούς Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet