bn:00065887n
Noun Concept
EL
ριζοσπάστης
EL
Αυτός που υποστηρίζει ή προωθεί ριζικές πολιτικές ή κοινωνικές αλλαγές, ο επαναστάτης και καινοτόμος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που υποστηρίζει ή προωθεί ριζικές πολιτικές ή κοινωνικές αλλαγές, ο επαναστάτης και καινοτόμος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary