bn:00066026n
Noun Concept
Categories: Σιδηροδρομικοί σταθμοί, Σιδηροδρομικές μεταφορές
EL
σιδηροδρομικός σταθμός  σταθμός τρένου  σιδηροδρομικό σταθμό  αποθήκη τρένο  διακοπή σιδηροδρομικής
EL
Ο Σιδηροδρομικός σταθμός είναι μια εγκατάσταση ή περιοχή όπου τα τρένα σταματούν τακτικά για την φόρτωση και εκφόρτωση επιβατών και εμπορευμάτων. Wikipedia
English:
moved
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο Σιδηροδρομικός σταθμός είναι μια εγκατάσταση ή περιοχή όπου τα τρένα σταματούν τακτικά για την φόρτωση και εκφόρτωση επιβατών και εμπορευμάτων. Wikipedia