bn:00066031n
Noun Concept
EL
σιδηροδρομική αποθήκη  railyard  αυλή εμπορευματικών μεταφορών  αυλή σιδηροδρόμου  σιδηροδρομικών αυλή
EL
Περιοχή όπου είναι εξοπλισμένη με σιδηροδρομικές αποβάθρες και άλλες κατασκευές για τη διατήρηση και φύλαξη βαγονιών και μηχανών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources