bn:00066249n
Noun Concept
EL
λογικός  ratiocinator  λογικευόμενος
EL
Κάποιος που σκέφτεται λογικά, που έχει τη δυνατότητα να διανοείται Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάποιος που σκέφτεται λογικά, που έχει τη δυνατότητα να διανοείται Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations