bn:00066251n
Noun Concept
EL
μερίδα  σιτηρέσιο
EL
Συγκεκριμένη μερίδα για ένα άτομο σε δύσκολους καιρούς, ειδικά σε καιρό πολέμου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Συγκεκριμένη μερίδα για ένα άτομο σε δύσκολους καιρούς, ειδικά σε καιρό πολέμου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations