bn:00066348n
Noun Concept
EL
αντίδραση
EL
Η ενέργεια του να πράττει κάποιος κάτι με τέτοιο τρόπο, ως εναντίωση ή αντίθεση προς κάποιον άλλο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια του να πράττει κάποιος κάτι με τέτοιο τρόπο, ως εναντίωση ή αντίθεση προς κάποιον άλλο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet