bn:00067042n
Noun Concept
EL
μοναχή  θρησκευτικός
EL
Μέλος θρησκευτικού τάγματος που απαρνείται τα εγκόσμια και διάγει ασκητικό βίο σε μοναστήρι, δεμένη με όρκους αγνότητας, υπακοής, υποταγής Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μέλος θρησκευτικού τάγματος που απαρνείται τα εγκόσμια και διάγει ασκητικό βίο σε μοναστήρι, δεμένη με όρκους αγνότητας, υπακοής, υποταγής Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations