bn:00067065n
Noun Concept
EL
απομεινάρια
EL
Το τμήμα ενός συνόλου, που έχει μείνει ως υπόλοιπο (χρήσιμο ή όχι) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το τμήμα ενός συνόλου, που έχει μείνει ως υπόλοιπο (χρήσιμο ή όχι) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet