bn:00067131n
Noun Concept
Categories: Αστικό Δίκαιο
EL
ενοικίαση  μίσθωση  Εκμισθωτής  Μισθωτής
EL
Η χρησιμοποίηση κινητού ή ακίνητου πράγματος, για ορισμένο χρονικό διάστημα, καταβάλλοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η χρησιμοποίηση κινητού ή ακίνητου πράγματος, για ορισμένο χρονικό διάστημα, καταβάλλοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη του Greek Open Multilingual WordNet
Μίσθωση ονομάζεται η σύμβαση κατά την οποία ο ένας των συμβαλλομένων εκχωρεί την υποχρέωση/δικαίωμα αντί ορισμένου τιμήματος να παράσχει στον έτερο την χρήση πράγματος ή εργασία, ο δε έτερος υποχρεούται να καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations