bn:00067220n
Noun Concept
Categories: Ερπετά
EL
ερπετά  ερπετό  έρπων  ερπετών
EL
(ζωολ.) ομοταξία ζώων που είναι ψυχρόαιμα, έχουν δέρμα από κερατίνη, αναπνέουν ατμοσφαιρικό αέρα και μετακινούνται έρποντας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(ζωολ.) ομοταξία ζώων που είναι ψυχρόαιμα, έχουν δέρμα από κερατίνη, αναπνέουν ατμοσφαιρικό αέρα και μετακινούνται έρποντας Greek Open Multilingual WordNet
Τα ερπετά είναι τετράποδα σπονδυλόζωα της κλάσεως Σαυρόψιδα. Wikipedia
Είδος ζώου Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations