bn:00067319n
Noun Concept
EL
υπόλοιπο  απομεινάρι  κατακάθι  υπόλειμμα
EL
Μικρό και ασήμαντο υπόλοιπο, ό,τι απομένει ύστερα από χρήση, κατανάλωση, καταστροφή, διάλυση κ.τ.λ. ενός πράγματος, ενός συνόλου Greek Open Multilingual WordNet
English:
chemistry
biochemistry
Definitions
Relations
Sources
EL
Μικρό και ασήμαντο υπόλοιπο, ό,τι απομένει ύστερα από χρήση, κατανάλωση, καταστροφή, διάλυση κ.τ.λ. ενός πράγματος, ενός συνόλου Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary