bn:00067465n
Noun Concept
EL
ησυχαστήριο
EL
Χώρος στον οποίο κάποιος απομονώνεται με τη θέλησή του, για να ησυχάσει, να εργαστεί Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Χώρος στον οποίο κάποιος απομονώνεται με τη θέλησή του, για να ησυχάσει, να εργαστεί Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet