bn:00067555n
Noun Concept
EL
επανεξέταση
EL
Η εκ νέου εξέταση και εκδίκαση μιας υπόθεσης, συνήθως από το Εφετείο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η εκ νέου εξέταση και εκδίκαση μιας υπόθεσης, συνήθως από το Εφετείο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet