bn:00068207n
Noun Concept
EL
ρομαντισμός
EL
Η τάση, η διάθεση του να σκέφτεται ή να ενεργεί κανείς ρομαντικά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η τάση, η διάθεση του να σκέφτεται ή να ενεργεί κανείς ρομαντικά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet