bn:00068233n
Noun Concept
Categories: Δωμάτια
EL
δωμάτιο  αίθουσα
EL
Καθένας από τους κύριους χώρους στους οποίους είναι χωρισμένο ένα σπίτι, ένα διαμέρισμα ή γενικά ένα κτίριο, όπου εργάζονται ή κατοικούν άνθρωποι Greek Open Multilingual WordNet
English:
architecture
Definitions
Relations
Sources
EL
Καθένας από τους κύριους χώρους στους οποίους είναι χωρισμένο ένα σπίτι, ένα διαμέρισμα ή γενικά ένα κτίριο, όπου εργάζονται ή κατοικούν άνθρωποι Greek Open Multilingual WordNet
Σε ένα κτίριο, ένα δωμάτιο είναι οποιοσδήποτε χώρος που περικλείεται από έναν αριθμό τοίχων στους οποίους η είσοδος είναι δυνατή μόνο από μια πόρτα ή άλλη διαχωριστική δομή που το συνδέει είτε με ένα διάδρομο, σε ένα άλλο δωμάτιο ή στον εξωτερικό χώρο, που είναι αρκετά μεγάλο ώστε να κινούνται αρκετά άτομα και των οποίων το μέγεθος, τα φωτιστικά, τα έπιπλα και μερικές φορές η τοποθέτηση εντός του κτιρίου υποστηρίζουν τη δραστηριότητα που πρέπει να διεξαχθεί σε αυτό. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations