bn:00068552n
Noun Concept
Categories: Αθλήματα
EL
τρέξιμο  δρόμος  δρομέας  δρομέας μεγάλων αποστάσεων
EL
Η ενέργεια του τρέχω, η μετακίνηση με τα πόδια με πάρα πολύ γρήγηρο βάδισμα Greek Open Multilingual WordNet
English:
sports
sport
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια του τρέχω, η μετακίνηση με τα πόδια με πάρα πολύ γρήγηρο βάδισμα Greek Open Multilingual WordNet
Το τρέξιμο αποτελεί τρόπο μετακίνησης με τα πόδια στο ζωικό βασίλειο. Wikipedia
Δραστηριότητα ή άθλημα όπου κάποιος μετακινείται με τα πόδια να αφήνουν το έδαφος Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikidata Alias