bn:00069078n
Noun Concept
EL
δείγμα
EL
Μικρή ποσότητα, μέρος ή κομμάτι ενός συνόλου, από το οποίο μπορούμε να σχηματίσουμε γνώμη για το σύνολο Greek Open Multilingual WordNet
English:
material
Definitions
Relations
Sources
EL
Μικρή ποσότητα, μέρος ή κομμάτι ενός συνόλου, από το οποίο μπορούμε να σχηματίσουμε γνώμη για το σύνολο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations