bn:00069126n
Noun Concept
Categories: Εδαφολογία, Πετρολογία, Άμμος, Οικοδομικά υλικά
EL
άμμος  άμμο
EL
Απειροελάχιστοι, ασύνδετοι και ευδιάκριτοι κόκκοι που προέρχονται από θραύσματα ορυκτών και πετρωμάτων και καλύπτουν τις παραλίες, το βυθό της θάλασσας και των λιμνών, τις εκβολές των ποταμών ή απλώνονται σε μεγάλη έκταση ξηράς και σχηματίζουν τις ερήμους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Απειροελάχιστοι, ασύνδετοι και ευδιάκριτοι κόκκοι που προέρχονται από θραύσματα ορυκτών και πετρωμάτων και καλύπτουν τις παραλίες, το βυθό της θάλασσας και των λιμνών, τις εκβολές των ποταμών ή απλώνονται σε μεγάλη έκταση ξηράς και σχηματίζουν τις ερήμους Greek Open Multilingual WordNet
Άμμος ονομάζεται γενικά κάθε συσσώρευμα μικρών κόκκων πετρωμάτων ή ορυκτών, οι οποίοι παραμένουν ασύνδετοι μεταξύ τους. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations