bn:00069143n
Noun Concept
Categories: Υποδήματα
EL
σανδάλι  πέδιλο  σάνδαλο  Σανδάλιον  σανδάλια
EL
Ελαφρό πέδιλο που αποτελείται από ένα λεπτό ίσιο πάτο, συγκρατείται στο πόδι με λεπτά λουριά και δένεται ψηλά ή χαμηλά στη γάμπα Greek Open Multilingual WordNet
English:
footwear
Definitions
Relations
Sources
EL
Ελαφρό πέδιλο που αποτελείται από ένα λεπτό ίσιο πάτο, συγκρατείται στο πόδι με λεπτά λουριά και δένεται ψηλά ή χαμηλά στη γάμπα Greek Open Multilingual WordNet
Τα σανδάλια είναι υποδήματα ανοιχτού τύπου που αποτελούνται από μια μοναδική σόλα που καταλαμβάνει κυρίως την πατούσα. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations