bn:00069523n
Noun Concept
EL
κασκόλ  εσάρπα  σάλι
EL
Στενόμακρο πλεχτό ή ύφασμα, με το οποίο καλύπτουν τους ώμους ή την πλάτη για προστασία από το κρύο ή για λόγους καλλωπισμού Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Στενόμακρο πλεχτό ή ύφασμα, με το οποίο καλύπτουν τους ώμους ή την πλάτη για προστασία από το κρύο ή για λόγους καλλωπισμού Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Translations